******************************************************************************** ******************************************************************************** ******************************************************************************** *********************************************************Ένα τραγούδι γραμμένο από το μακρινό 1992...
Στίχοι: Διόσκουρος
\'\'Μια ιστορία θα σου πω του φίλου περασμένη, αλόκοτη παράξενη στην μνήμη ξεχασμένη.
Κανένας άλλος στο ντουνιά ποτέ δεν έχει μάθει, πως γλεντησε τι πέρασε τι του μελε να πάθει.
Μα μη ρωτήσεις το λοιπόν γιατί στην λέω τώρα ίσως για κάτι άχρηστο για να περνάει η ώρα.
Ακου λοιπόν τα λόγια μου και τέντωσε τ\'αυτί σου κι αν κάτι σου φανεί γνωστό ψάξε καλά θυμήσου.
Παιδί καλό και αγαθό δεν πείραζε κανένα, σωστό υπόδειγμα καλό σαν τη λευκή γαρδένια.
Γλεντούσε με τους φίλους του και πέρναγε ωραία κι μάγκες τον χαιρότανε για την καλή παρέα.
Φίλος καλός και καρδιακός σπαθάτος και μουράτος μέσα σε όλα έμπαινε και γλίστραγε σα γατος.
Προτού φορέσει το χακί την πέφτει στη Μαρία μα όταν πίσω γύρισε την είχε για αγγαρεία.
Κατάλαβε πολύ καλά τι είναι σφα και φάκα και γνώρισε από κοντά τι πά να πει φυλάκα.
τρία χρονάκια έκατσε δεν ήταν πια φαντάρος, σχεδίαζε από καιρό πώς θα ντυθεί κουρσάρος.
Ο φίλος μου ο καρδιακός δεν ήταν πια σαν πρώτα, πονείρεψε και ζήταγε τα βραδινά τα φώτα.
Ξενυχταγε για και γύρναγε χαράματα με πόρσε τη μέρα νύχτα έκανε και είχε πάρε δώσε.
Με κόσμο ύποπτο κακό γυρνούσε κάθε μέρα, μα μέσα σε όλα τ\'ασχημα φοράει και τη βέρα.
Απ\'τη συγκρού τη μάζεψε την έκανε κυρία μα τόσο βλάκας ήτανε της έδειχνε λατρεία.
Θυσία στάχτη και χαλί στα πόδια της γινόταν κι αν κάτι του το ζήταγε ευθύς εκπληρωνόταν.
Τα φράγκα όμως στέλιωσαν δεν φτάναν για την κάρια και τότε η φιλάρα μου ξεκίνησε τα ζάρια.
Το σπίτι βγαζει στο σφυρί πουλάει και τ\' αμάξι, χρωστούσε μέχρι το λαιμό τον είχαν ερημάξει.
Γυρνούσε έψαχνε λεφτά θερμά παρακαλούσε, να τον δανείσουν ήθελε για χάρη το ζητούσε.
Αδικος κόπος δυστυχώς δεν τούδωσαν δραχμούλα, τον είχε φτάσει στο μηδέν αυτή η παλιομούλα.
Πρέφα δεν πήρε ο χαζός τον μάδαγε η καριόλα μα όταν το κατάλαβε του πέρασαν βραχιόλια.
Δέκα φορές ευχήθηκε καλή χρονιά στις μπάρες, τα χρόνια φάνηκαν πολλά το έδειχναν οι ζάρες.
Φαινόταν άλλος άνθρωπος κουρέλι σαν αλήτης σαν βγήκε και του είπανε άντε καλός πολίτης.
Χαμένος μες στη στράτα του στην πλάτη το σακάκι και κάπου στο μυαλό του ήρθε το μαράκι.
Θυμηθηκε πως πέρναγε τ\'ανέμελα τα χρόνια μα τώρα μόνος βρίσκεται παρέα με κοθόνια.
το δρόμο πήρε το παλιό να δει τι έχει μείνει, η μάρω που τον ήθελε τι έχει απογίνει.
Εκει που κοντοζίγωνε συνάντησε τον Γιάννη καλύτερα τον ήξεραν με το όνομα χαρμάνι.
Του πλάσαρε το φάρμακο και του πε θα σε σώσει, να το πουλήσεις σε χαζούς να βρει και να το δώσει.
Κονόμα θάχει τρομερή λεφτά με το τσουβάλι και δεν θα έχει άλλο πια κανένα στο κεφάλι.
Τον έπεισε και έγινε παπόρι δηλωμένο και δούλευε μες τις νυχτιές ως που να βρει βλαμμένο.
Δε χάρηκε ο φίλος μου το εύκολο το χρήμα σαπιζει μες στη φυλακη στην κέρκυρα τη φίνα.
Η ιστορία του αυτή στο τέλος έχει φτάσει μα πριν το τέλος του να ρθει ποτέ δεν θα ξεχάσει.
Αλήθεια φίλε παιδικέ φαντάστηκες μία μέρα πως θα σε σήμερα εκεί και θα σε λέω λέρα;\'\'
Στίχοι: Διόσκουρος
\'\'Μια ιστορία θα σου πω του φίλου περασμένη, αλόκοτη παράξενη στην μνήμη ξεχασμένη.
Κανένας άλλος στο ντουνιά ποτέ δεν έχει μάθει, πως γλεντησε τι πέρασε τι του μελε να πάθει.
Μα μη ρωτήσεις το λοιπόν γιατί στην λέω τώρα ίσως για κάτι άχρηστο για να περνάει η ώρα.
Ακου λοιπόν τα λόγια μου και τέντωσε τ\'αυτί σου κι αν κάτι σου φανεί γνωστό ψάξε καλά θυμήσου.
Παιδί καλό και αγαθό δεν πείραζε κανένα, σωστό υπόδειγμα καλό σαν τη λευκή γαρδένια.
Γλεντούσε με τους φίλους του και πέρναγε ωραία κι μάγκες τον χαιρότανε για την καλή παρέα.
Φίλος καλός και καρδιακός σπαθάτος και μουράτος μέσα σε όλα έμπαινε και γλίστραγε σα γατος.
Προτού φορέσει το χακί την πέφτει στη Μαρία μα όταν πίσω γύρισε την είχε για αγγαρεία.
Κατάλαβε πολύ καλά τι είναι σφα και φάκα και γνώρισε από κοντά τι πά να πει φυλάκα.
τρία χρονάκια έκατσε δεν ήταν πια φαντάρος, σχεδίαζε από καιρό πώς θα ντυθεί κουρσάρος.
Ο φίλος μου ο καρδιακός δεν ήταν πια σαν πρώτα, πονείρεψε και ζήταγε τα βραδινά τα φώτα.
Ξενυχταγε για και γύρναγε χαράματα με πόρσε τη μέρα νύχτα έκανε και είχε πάρε δώσε.
Με κόσμο ύποπτο κακό γυρνούσε κάθε μέρα, μα μέσα σε όλα τ\'ασχημα φοράει και τη βέρα.
Απ\'τη συγκρού τη μάζεψε την έκανε κυρία μα τόσο βλάκας ήτανε της έδειχνε λατρεία.
Θυσία στάχτη και χαλί στα πόδια της γινόταν κι αν κάτι του το ζήταγε ευθύς εκπληρωνόταν.
Τα φράγκα όμως στέλιωσαν δεν φτάναν για την κάρια και τότε η φιλάρα μου ξεκίνησε τα ζάρια.
Το σπίτι βγαζει στο σφυρί πουλάει και τ\' αμάξι, χρωστούσε μέχρι το λαιμό τον είχαν ερημάξει.
Γυρνούσε έψαχνε λεφτά θερμά παρακαλούσε, να τον δανείσουν ήθελε για χάρη το ζητούσε.
Αδικος κόπος δυστυχώς δεν τούδωσαν δραχμούλα, τον είχε φτάσει στο μηδέν αυτή η παλιομούλα.
Πρέφα δεν πήρε ο χαζός τον μάδαγε η καριόλα μα όταν το κατάλαβε του πέρασαν βραχιόλια.
Δέκα φορές ευχήθηκε καλή χρονιά στις μπάρες, τα χρόνια φάνηκαν πολλά το έδειχναν οι ζάρες.
Φαινόταν άλλος άνθρωπος κουρέλι σαν αλήτης σαν βγήκε και του είπανε άντε καλός πολίτης.
Χαμένος μες στη στράτα του στην πλάτη το σακάκι και κάπου στο μυαλό του ήρθε το μαράκι.
Θυμηθηκε πως πέρναγε τ\'ανέμελα τα χρόνια μα τώρα μόνος βρίσκεται παρέα με κοθόνια.
το δρόμο πήρε το παλιό να δει τι έχει μείνει, η μάρω που τον ήθελε τι έχει απογίνει.
Εκει που κοντοζίγωνε συνάντησε τον Γιάννη καλύτερα τον ήξεραν με το όνομα χαρμάνι.
Του πλάσαρε το φάρμακο και του πε θα σε σώσει, να το πουλήσεις σε χαζούς να βρει και να το δώσει.
Κονόμα θάχει τρομερή λεφτά με το τσουβάλι και δεν θα έχει άλλο πια κανένα στο κεφάλι.
Τον έπεισε και έγινε παπόρι δηλωμένο και δούλευε μες τις νυχτιές ως που να βρει βλαμμένο.
Δε χάρηκε ο φίλος μου το εύκολο το χρήμα σαπιζει μες στη φυλακη στην κέρκυρα τη φίνα.
Η ιστορία του αυτή στο τέλος έχει φτάσει μα πριν το τέλος του να ρθει ποτέ δεν θα ξεχάσει.
Αλήθεια φίλε παιδικέ φαντάστηκες μία μέρα πως θα σε σήμερα εκεί και θα σε λέω λέρα;\'\'
- Κατηγορίες
- Greek Music

Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει